Η ιστορία της γέφυρας του Μόρνου ξεκινά το καλοκαίρι του μακρινού 1938. Μέχρι τότε η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη, καθώς οι τεράστιες ποσότητες νερού που κατέβαιναν από τους ορεινούς όγκους των Βαδρουσίων, της Γκιώνας και του Τρικόρφου, τον καθιστούσαν αδιαπέραστο για μεγάλα διαστήματα του χρόνου. Οι επιπτώσεις της κατασκευής της γέφυρας, στην οικονομική ζωή των πεδινών χωριών της Δωρίδας, ήταν καταλυτικές.
Για την εποχή της μάλιστα, θεωρείτο πρωτοποριακή και καύχημα της ελληνικής μηχανικής επιστήμης. Διαθέτει πέντε τόξα, καθένα από τα οποία έχει άνοιγμα 45 μέτρων. Το ολικό μήκος της γέφυρας είναι 225 μέτρα και το πλάτος του καταστρώματός της είναι 6 μέτρα. Είναι κατασκευασμένη με σιδηροπαγές μπετόν-αρμέ. Στοίχισε 10 εκατομμύρια δραχμές, τα οποία καταβλήθηκαν από το κράτος ως μέρος της δαπάνης για την κατασκευή της εθνικής οδού Πειραιώς- Μεσολογγίου.
Από τότε μέχρι σήμερα, η γέφυρα του Μόρνου συνεχίζει να εξυπηρετεί εκατοντάδες κατοίκους των Δήμων Ναυπακτίας και Δωρίδος που τη χρησιμοποιούν για τις καθημερινές τους μετακινήσεις, αλλά και δεκάδες επισκέπτες των ορεινών περιοχών.
Αν ρωτήσεις τους παλιότερους για την καθημερινή ζωή στα χρόνια πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δυο λέξεις βγαίνουν αυθόρμητα και με τη μεγαλύτερη συχνότητα: «φτώχεια» και «τυραννία».
Πολλή δουλειά, πενιχρές σοδειές, αδυναμία πώλησης έστω και των λιγοστών προϊόντων, έλλειψη σε φάρμακα και γιατρούς, για να τελειώσει κανείς Γυμνάσιο έπρεπε να πηγαίνει στη Ναύπακτο, απουσία δρόμων και μεταφορικών μέσων.
Η περιοχή μας πάντα ήταν -και συνεχίζει να είναι – σε τελευταία προτεραιότητα σε ότι αφορά έργα υποδομής. Όταν σχεδιάστηκε ο σιδηρόδρομος τη δεκαετία του 1880, φτιάχτηκαν γραμμές σε όλη την Πελοπόννησο, η γραμμή Αθήνας-Λειβαδιάς-Μπράλλου- Λαμίας και η γραμμή Μεσολογγίου-Αγρινίου. Αν κοιτάξει κανείς το χάρτη της Ελλάδας εκείνη την εποχή διαπιστώνει ότι η μόνη περιοχή που έμεινε εκτός σχεδιασμού είναι η περιοχή Δωρίδας- Ναυπακτίας. Το Ευπάλιο απέκτησε οδική σύνδεση με την υπόλοιπη χώρα μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’30 με την ολοκλήρωση της εθνικής οδού Αθηνών-Λιδωρικίου-Ιωαννίνων. Πριν την εμφάνιση του αυτοκινήτου οι μετακινήσεις στην περιοχή μας γίνονταν από στεριάς με υποζύγια πάνω σε ένα πρωτόγονο «οδικό» δίκτυο, που παρέμεινε σχεδόν απαράλλακτο από τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και από τη θάλασσα με πλοία. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η οδική σύνδεση των παραλιακών χωριών της Δωρίδας πραγματοποιήθηκε μόλις το 1973(!) με την ολοκλήρωση της Εθνικής οδού Ναυπάκτου-Ιτέας. Μέχρι τότε για να πάει κανείς από το Ευπάλιο στην Ερατεινή ή το Γαλαξίδι έπρεπε να πάει οδικώς μέσω Λιδορικίου ή από θαλάσσης με καΐκι. Τα παραλιακά χωριά είχαν σύνδεση με την απέναντι ακτή της Πελοποννήσου. Το Μοναστηράκι ήταν το βασικό λιμάνι-διαμετακομιστικό κέντρο της περιοχής. Εμπορεύματα μεταφέρονταν από και προς την απέναντι ακτή του Ψαθόπυργου. Στη συνέχεια με υποζύγια μεταφέρονταν στα χωριά της ορεινής Δωρίδας. Αντίστοιχες εμπορικές συναλλαγές γίνονταν και από το λιμάνι της Ναυπάκτου με Ψαθόπυργο και Πάτρα. Τα χωριά από Σεργούλα, Γλύφα και πιο πέρα είχαν περισσότερες επαφές με το Αίγιο. Βέβαια μιλάμε για μεταφορά στοιχειωδών πρώτων ειδών διατροφής και διαβίωσης διότι το χρήμα που κυκλοφορούσε ήταν ελάχιστο.
Πενιχρά ήταν τα μέσα μεταφοράς. Η συντήρηση των υποζυγίων ήταν μια ακριβή υπόθεση και πολλά νοικοκυριά δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή. Ετσι οι περισσότερες μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια και οι άνθρωποι αναλάμβαναν και το ρόλο του υποζυγίου. Είναι αδιανόητο σήμερα να φανταστεί κανείς ανθρώπους φορτωμένους με τσουβάλια και καλάθια να κάνουν διαδρομές πέντε, έξι και παραπάνω ωρών στα κακοτράχαλα μονοπάτια που οδηγούσαν στη Ναύπακτο ή το Μοναστηράκι. Αλλά και τα πλοιάρια ήταν αξιοθρήνητα.
Οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της Δωρίδας ήταν πολύ δύσκολες λόγω του ορεινού του εδάφους αλλά και λόγω των ποταμών που ειδικά τους χειμερινούς μήνες αποτελούσαν αδιαπέραστα εμπόδια. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν ο Μόρνος.
Οι μαθητές
Η γέφυρα του Μόρνου παραδόθηκε στην κυκλοφορία το καλοκαίρι του 1938. Μέχρι τότε η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη. Με τις τεράστιες ποσότητες νερού που κατέβαζε (κατεβασιές) από τους ορεινούς όγκους των Βαρδουσίων, της Γκιώνας και του Τρικόρφου, ήταν εντελώς αδιαπέραστος για μεγάλα διαστήματα του χρόνου, ειδικά τους χειμερινούς μήνες αλλά και την άνοιξη που έλιωναν τα χιόνια. Τον δε υπόλοιπο χρόνο η διάβαση γινόταν με μεγάλες δυσκολίες, επειδή ο Μόρνος πάντα είχε νερό. Οι επιπτώσεις στην οικονομική ζωή των πεδινών χωριών της Δωρίδας ήταν καταλυτικές. Ο Μόρνος ήταν ένα τείχος που εμπόδιζε την ανάπτυξη της περιοχής. Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν δύσκολα. Οι μαθητές που τέλειωναν το ημιγυμνάσιο στο Ευπάλιο έπρεπε για να πάρουν το απολυτήριο του Γυμνασίου να σπουδάσουν στη Ναύπακτο. Η δαπάνη ήταν απαγορευτική για τις περισσότερες οικογένειες. Οι μαθητές έπρεπε να ενοικιάζουν σπίτι στη Ναύπακτο.
Ο Ευπαλιώτης ιατρός Γιάννης Τριανταφύλλου, έχοντας ο ίδιος σχετικά βιώματα, σε βιβλίο του γράφει για τη διαδρομή Ευπάλιο- Ναύπακτο: «Αυτό το «δέκα χιλιόμετρα μακριά» από το χωριό μας, με τα σημερινά δεδομένα μοιάζει λίγο με αστείο. Τότε, όμως, δεν υπήρχαν δρόμοι, συγκοινωνία. Στη Ναύπακτο πηγαίναμε ή με τα πόδια ή με τα άλογα. Κι ανάμεσα στο χωριό μας (σε όλα τα χωριά της Δωρίδας) και στη Ναύπακτο υπήρχε ένα φοβερό εμπόδιο. Ο ποταμός Μόρνος, χωρίς γέφυρα τότε. Τους χειμωνιάτικους μήνες ο Μόρνος με τις κατεβασιές του ήταν αδιάβατος. Ηταν αδύνατο και πολύ επικίνδυνο να τον περάσουμε. Μόνο πολύ τολμηροί που είχαν δυνατά άλογα, το αποφάσιζαν. Οι άλλοι και κυρίως οι μανάδες, που είχαν παιδιά στο Γυμνάσιο στη Ναύπακτο περίμεναν μέρες ή και βδομάδες κάποτε, να λιγοστέψουν τα νερά, για να μπορέσουν «να διαβούν αντίπερα» και να πάνε να δούνε τα παιδιά τους στη Ναύπακτο. Και να τους πάνε από τα χωριά το καλάθι ή το σακούλι με τα τρόφιμα και τα πλυμένα ρουχαλάκια τους… Συχνά, μερικές μανάδες, όταν αργούσαν πολύ να λιγοστέψουν τα νερά του Μόρνου, αποφάσιζαν και πήγαιναν στη Ναύπακτο με τα πόδια και φορτωμένες από «Κεφαλογιόφυρο», ένα παλιό πέτρινο γεφύρι, πολύ μακριά από το χωριό μας. Κι ας χρειαζόταν να περπατάνε δέκα ώρες για να φτάσουν στη Ναύπακτο, που ήταν μόνο δέκα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μας» (Γ. Τριανταφύλλου, ” Στον αδερφό μου Νίκο Τριανταφύλλου”, σ. 15).
Τώρα τι σημαίνει για κάποιον, και πολλές φορές για γυναίκα, φορτωμένη με καλάθια ή σακούλια,να ξεκινήσει από το Ευπάλιο με κατεύθυνση το Τρίκορφο, να προχωρήσει στο ύψος της Καρυάς, να κατέβει το καρυώτικο ρέμα, να περάσει το Κεφαλογιόφυρο, να περάσει στη Ναυπακτία κάτω από το χωριό Καταφύγιο και στη συνέχεια να φτάσει στη Δάφνη και από κει στη Ναύπακτο ; σύνολο 9-10 ώρες ανηφόρα- κατηφόρα συν το βάρος!!! Ο Σπύρος Πριόβολος θυμάται ότι ο πατέρας του, ο παπα-Βασίλης, έκανε αυτή τη διαδρομή έχοντας στην αγκαλιά του την μικρή του κόρη Κατίνα, διότι έπρεπε να επισκεφθεί γιατρό και το ποτάμι είχε κατεβασιά!
Ο Τάκης Αναγνωστόπουλος θυμάται: «η Ναύπακτος είχε κίνηση διότι εξυπηρετούσε δύο επαρχίες (Δωρίδας και Ναυπακτίας), ήταν εμπορικό κέντρο. Επιπλέον είχε Γυμνάσιο κι απ’ όλα τα χωριά εκεί πήγαιναν τα παιδιά. Ελάχιστα πήγαιναν στην Πάτρα, όσα είχαν συγγενείς. Την ίδια εποχή είχε ανάπτυξη και το Ευπάλιο- που είχε και αρκετά μαγαζιά- γιατί κατεβαίνανε από τα γύρω χωριά με τα ζώα τους στο Ευπάλιο. Ψώνιζαν, φόρτωναν τα ζώα και γύριζαν στα χωριά τους. Εμείς ως μαθητές περνάγαμε τη γέφυρα για να πάμε στο Γυμνάσιο στη Ναύπακτο. Η διαδρομή Ευπάλιο- Ναύπακτος με τα πόδια ήταν περίπου δύο ώρες και δεν την κάναμε εύκολα. Από το Ευπάλιο δίναμε όσοι ήμασταν παρέα μου (Πάνος Αλεξανδρής, Θανάσης Αλεξανδρής, Κώστας Ζέρβας, Νίκος Καλαμάκης κ.ά) ραντεβού στην Αγζιά και παίρναμε το δρόμο πειράζοντας ο ένας τον άλλο και αστειευόμενοι…. Παιδιά ήμασταν. Ορισμένοι δε, βγάζανε και τα παπούτσια, δένανε τα κορδόνια μεταξύ τους και τα κρεμάγανε στον ώμο. Από τη μια μεριά κρεμόταν το ψωμοσάκκουλο κι από την άλλη τα παπούτσια. Δεν το κάνανε πάντα για να μη χαλάσουν τα παπούτσια, γιατί εκείνα ήταν φτιαγμένα από πετσί και από κάτω η σόλα είχε πρόκες. Μάλιστα θυμάμαι τον Οδυσσέα το Λακουμέντα, ο οποίος κατέβαινε στο χωριό – από τα Λαγιανδρεέΐ- κα που μένανε -με τσόκαρα. Αλλά ποδαρόδρομος ως τη Ναύπακτο με τσόκαρα ήταν κουτσο-πόδια- σμα. Αναγκαζόταν και έβγαζε τα τσόκαρα και πήγαινε ξυπόλυτος μέχρι τη Ναύπακτο».
Το πέρασμα του ποταμού
Ο Τάκης Αναγνωστόπουλος συνεχίζει: «Όταν το ποτάμι δεν είχε νερό, περνάγαμε μέσα απ’ αυτό. Πριν γίνει η γέφυρα και όταν το ποτάμι είχε νερό και έπρεπε να πάμε στη Ναύπακτο, περνούσαμε χαμηλά στην «περαταριά»: ήταν μια βάρκα που είχε δυο σκοινιά δεμένα, στις δυο όχθες του ποταμού, και μπαίναμε μέσα και περνούσαμε στην απέναντι πλευρά, πληρώνοντας το βαρκάρη. Η «περαταριά» ήταν προς τα Μορνοχώρια, δηλαδή στο δρόμο που πάει σήμερα αριστερά, φθάνοντας στη γέφυρα καθώς πάμε από Ευπάλιο προς Ναύπακτο. Το κόμιστρο ήταν δύο δραχμές».
Σε μερικά σημεία το πέρασμα του ποταμού γινόταν με τη βοήθεια αλόγων, έναντι αντιτίμου φυσικά. Επειδή τα χρήματα ήταν λιγοστά πολλοί για να γλιτώσουν ακόμη και την πενιχρή αμοιβή στον περατάρη, προτιμούσαν να δοκιμάσουν μόνοι τους. Βέβαια έβγαιναν στην αντίπερα όχθη βρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι. Ο Γιάννης Πριόβολος του Αλεξίου θυμάται περιπτώσεις ανθρώπων που παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά. άλλους τους περισυνέλεξαν πιο κάτω, άλλοι πνίγηκαν. Θυμάται και περιπτώσεις που άνθρωποι στην προσπάθειά τους να διαβούν αντίπερα, έμειναν για ώρες πάνω σε μια νησίδα μη μπορώντας να πάνε ούτε μπροστά ούτε πίσω!!! Η διαδικασία του περάσματος πολλές φορές γινόταν ήταν ένα αληθινό μαρτύριο.
Ο Βαγγέλης Βλάχος στο βιβλίο του «Στα χνάρια μιας πορείας» αναφέρει: «Κείνο όμως που ήταν ίσως το πιο επικίνδυνο ήταν το πέρασμα του ζώου με το φορτίο. Πολλές φορές το νερό βαράγκωνε. Χτυπούσε στη κοιλιά του ζώου και κινδύνευε να παρασυρθεί από την ορμή του νερού. Αλλά δεν κινδύνευε το ζώο μόνο, κινδύνευε και ο πατέρας. που με την πλάτη από το κάτω του ζώου προσπαθούσε να το βοηθήσει να μην παρασυρθεί από το ρεύμα. Αυτό σήμαινε πως το ζώο δεν άντεχε, μαζί με το ζώο, θα παρασυρόταν και ο πατέρας. Εμείς απέναντι βλέπαμε τον αγώνα και τον κίνδυνο και καταπίναμε την ψυχή μας που πήγαινε να βγει από την αγωνία μας» (παρατίθεται στο βιβλίο του Γ. Χαλάτση).
0 ανθρωποφάγος Μόρνος
Το αίτημα της γεφύρωσης του Μόρνου πήρε πολλά χρόνια μέχρι να γίνει πραγματικότητα και αφού συνέβησαν πολλά περιστατικά πνιγμού. Όπως αναφέρει η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ(17-12-1907): στις 16 Δεκεμβρίου 1907, προφανώς μετά από κάποιο συμβάν πνιγμού, «συνελθούσα η πόλις Ναυπάκτου εν πανδήμω συλλαλητηρίω σήμερον διαβίβασε δι’ επιτροπής………. για την κατασκευή της γέφυρας του ποταμού Μόρνου ελλείψει της οποίας διακόπτεται η συγκοινωνία Ναυπακτίας και Δωρίδος, ολόκληρον την χειμερινήν περίοδον επί ανυπολογίστω οικονομική ζημίας αμφοτέρων των επαρχιών». Δυο μέρες αργότερα με τον τίτλο «ο ανθρωποφάγος Μόρνος» η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» αναφέρει τις παρεμβάσεις στη Βουλή για το θέμα:
Λιδωρίκης: φόρον αίματος πληρώνουν εις τον Μόρνον ποταμόν κατ’ έτος οι κάτοικοι των επαρχιών Δωρίδος και Ναυπακτίας. Παρακαλώ να ψηφισθή το περί δημοσίων έργων νομοσχέδιον, όπως γεφυρωθή επί τέλους ο ποταμός αυτός» Στράτος: Θα πνιγεί όλος ο κόσμος μέχρις ότου η Βουλή ευδοκήση να ψηφίσει νομοσχέδιον 7 εκατομμυρίων». Το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε, Δεκέμβρης 1907, η γέφυρα όμως άρχισε να κατασκευάζεται το 1936!!! Και θα καθυστερούσε πιο πολύ, εάν δεν υπήρχε επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί ο οδικός άξονας Αθηνών- Ιωαννίνων.
Η γέφυρα
Η γέφυρα ολοκληρώθηκε το 1938. Για την εποχή της ήταν πρωτοποριακή και καύχημα της ελληνικής μηχανικής επιστήμης. Εχει πέντε τόξα, καθένα από τα οποία έχει άνοιγμα 45 μέτρων. Το ολικό μήκος της γέφυρας είναι 225 μέτρα και το πλάτος του καταστρώματος της είναι 6 μέτρα. Είναι κατασκευασμένη με σιδηροπαγές μπετόν-αρμέ. Στοίχισε 10 εκατομμύρια δραχμές, τα οποία καταβλήθηκαν από το κράτος ως μέρος της δαπάνης για την κατασκευή της εθνικής οδού Πειραιώς- Μεσολογγίου. Η σημασία της για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής ήταν καταλυτική. Επίσης είχε και μεγάλη στρατιωτική σημασία.
Οι εφοδιοπομπές για τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε στα βουνά της Ηπείρου το 1940-1941 πέρασαν από αυτή τη γέφυρα. Το 1941 βομβαρδίστηκε από γερμανικά στούκας χωρίς όμως να υποστεί ζημιές. Το 1941 υπήρξε η σκέψη από τα συμμαχικά στρατεύματα να την ανατινάξουν για να εμποδίσουν την προέλαση των Γερμανών και των Ιταλών. Ευτυχώς όμως επικράτησε η άποψη να μην γκρεμιστεί, διότι ο Μόρνος στο σημείο αυτό δεν ήταν ικανός να εμποδίσει τα μηχανοκίνητα πολεμικά μέσα των Γερμανών. Σε ανάλογες περιπτώσεις στα γεφύρια στη «Ρέρεση» και στο «Στενό», πριν το Λιδορίκι, όπου ο Άγγλος αξιωματικός Τζέφ ανατίναξε τα πέτρινα γεφύρια, οι Γερμανοί βρήκαν τρόπους και πέρασαν σχετικά εύκολα το Μόρνο.
« Κεφαλογιόφυρο»
Το «Κεφαλογιόφυρο» συνδέει την ορεινή Δωρίδα και την ορεινή Ναυπακτία. Είναι χτισμένο σε ένα στενό πέρασμα του Μόρνου και είχε πολύ μεγάλη σημασία για την ζωή της περιοχής. Χτίστηκε τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Είναι μονότοξο, έχει μήκος δεκάξι μέτρα, πλάτος 2,30 μέτρα και απέχει πέντε μέτρα από την επιφάνεια του νερού. Από εκεί πέρασαν οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου μετά την ηρωική Εξοδο. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοίκησαν στα χωριά της Δωρίδας, της Ναυπακτίας και της Παρνασσίδας.
Πολλοί προτίμησαν την Καρυά για νέα τους πατρίδα.
Η πρόσβαση στην Αθήνα:
Από «ψηλά» και από «χαμηλά» Για να πάει κάποιος στην Αθήνα από το Ευπάλιο ή τα άλλα χωριά της περιοχής πριν το 1880 που φτιάχτηκε η σιδηροδρομική γραμμή Πατρών-Αθηνών είχε δύο επιλογές: Πρώτον με τα πόδια μέσω Λιδορικίου, Άμφισσας, Λιβαδιάς κτλ. Το ταξίδι αυτό απαιτούσε γύρω στις 60 ώρες ποδαρόδρομο. 0 Καρυώτης Χρήστος Ζέρβας όταν χρειάστηκε να πάει από την Καρυά στην Αθήνα με τα πόδια χρειάστηκε τέσσερις ημέρες… Μερικές ακόμη διαδρομές: Ναύπακτος-Καρπενήσι 30 ώρες, Ναύπακτος Λιδορίκι 12 ώρες, Ναύπακτος-Άνω Χώρα 8,5 ώρες…
Η εναλλακτική επιλογή ήταν ατμοπλοϊκώς. Υπήρχε τακτική συγκοινωνία με ατμόπλοιο Πατρα-Αθήνα. Το πλοίο σταματούσε “αρόδο”, δηλαδή ανοικτά του λιμανιού της Ναυπάκτου, Μοναστηρακίου, Ερατεινής και οι επιβάτες επιβιβάζονταν με λάντζες. Το ταξίδι αυτό διαρκούσε σχεδόν μια ημέρα και φυσικά στοίχιζε πιο ακριβά. Και τότε το «χαμηλά» ήταν πιο άνετο αλλά πιο ακριβό!!!
Μετά την κατασκευή του σιδηροδρόμου το 1887 οι Δωριείς περνούσαν με βάρκα από το Μοναστηράκι στον Ψαθόπυργο και με το τραίνο, τον περίφημο «μουτζούρη», έφταναν στην Αθήνα. Λεγόταν έτσι επειδή έκαιγε κάρβουνο και ο καπνός του έμπαινε ακόμη και μέσα στα βαγόνια κάνοντας τους επιβάτες να “αλλάζουν το χρώμα τους”.
«Μυθικό θεριό»
«Πήραμε ένα λόχο και περάσαμε τη γέφυρα του Μόρνου. Τεράστιο και αλλόκοτο γεφύρι, τα χοντρά δοκάρια του από τσιμέντο αραδιάζονταν ατελείωτα στα πλευρά σου, ενώνονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν σα να μπαίνεις μέσα στο σκέλεθρο κάποιου μυθικού θεριού. Τα άλογά μας αναπήδησαν έντρομα μόλις βρεθήκαμε μπροστά στο στόμιο του. Αναγκαστήκαμε και κατεβήκαμε. Πέρασαν μπροστά οι πεζοί και τότε αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα άλογα, περίφοβα όμως πάντοτε, έτοιμα να πηδήσουν ορθά» (Νικηφόρος, Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τόμος Γ’,σ. 215).
• Αναδημοσίευση από την εφημερίδα της ‘Ένωσης Ευπαλιωτών Δωρίδας «Το Ευπάλιο» – Επιμέλεια: Κώστας Ζέρβας και Λένα Αναγνωστοπούλου