Ιστορίες του χωριού
ΒΑΤΟΥΣ ΚΙ ΑΓΚΑΘΙΑ ΠΑΤΗΣΑ ΒΑΣΙΛΩ ΜΟΥ
Του Νίκου Χαλαζιά
Όλη την περασμένη βδομάδα πέταγε από τη χαρά του! Οι ευχές στο χωριό έδιναν και έπαιρναν!
– Καλά στέφανα Μιλτιάδ’! Καλορίζ’κα!
– Τ’ καλύτερ’ τσούπρα παίρν’ς ορέ λεβέντ’! Να ‘χεις τ’ν ευκή μ’!
Τον καμάρωναν τα κορίτσια του χωριού και ας κρατούσαν μέσα τους γινάτι που προτίμησε μια ξενομερίτισσα! Τον ζήλευαν τα παλληκάρια και οι συνομήλικοί του γιατί λογοδόθηκε με τη Βασίλω, που η ομορφιά της ξεπερνούσε τα στενά όρια του χωριού της, του Μπεζαϊντέ κι ακουγόταν ως τον Έπαχτο, ως τα χωριά της Μακρυνείας και του Μεσολογγιού.
Και ήταν αλήθεια. Ψηλόκορμος και στητός, με κορακάτα κυματιστά μαλλιά και μουστάκι που μόλις κατάφερνε να το στρίψει, καλόκαρδος, γλυκομίλητος αλλά και αυστηρός, μετρημένος στις κουβέντες του, ο Μιλτιάδης ξεχώριζε απ’ όλους τους νέους του χωριού. Δεν είχε περάσει μήνας αφότου ένας μπάρμπας του, που ‘χε πάρει γυναίκα απ’ τον Μπεζαϊντέ, του προξενήτεψε τη Βασίλω. Ως εικοσιπέντε χρονών, μελαχροινή, βεργολυγερή, με κανονικό ανάστημα και γλυκά χαρακτηριστικά, με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, γαϊτανοφρύδα, η Βασίλω άφηνε τα μαλλιά της σε χοντρή πλεξούδα να πέφτουν στις πλάτες της. Το πρόσωπό της έλαμπε πεντακάθαρο και το αστραφτερό της χαμόγελο της έδινε μια ξεχωριστή γοητεία. Ούτε άλλη ομορφότερη σ’ όλη την Ναυπακτία! Την είδε ο Μιλτιάδης στην εκκλησιά της Αγια-Παρασκευής και την ίδια στιγμή κατάλαβε πως άλλη γυναίκα γι’ αυτόν δεν θα βρεθεί στη ζωή του.
Αλλά και της Βασίλως της άρεσε ο αρρενωπός νέος της Σταμνάς. Καμάρωνε για το παρουσιαστικό του, την αρχοντιά και την σοβαρότητά του. Το ‘νιωθε πως, δίπλα σ’ αυτόν τον λεβέντη, μπορούσε κι η ίδια να σταθεί και μαζί να στήσουν το σπιτικό που ονειρευόταν. Έτσι, το προξενιό στέριωσε αμέσως, συμφωνήθηκε η προίκα – λίγα γιδοπρόβατα – και οι δυο οικογένειες «τα διαδώσανε». Έγιναν τα τελειώματα και δεν θα αργούσε να καθοριστεί και η ημερομηνία του γάμου. Ο Μιλτιάδης γύρισε στο χωριό του και δεν πατούσε στη γης. Η Βασίλω του ‘χε πάρει τα μυαλά, κι όσο περνούσαν οι μέρες ένιωθε να φουντώνει η αγάπη του γι’ αυτήν, να ξεχειλίζει η καρδιά του απ’ τον σεβντά· με τη θωριά της πλάγιαζε και ξυπνούσε και δεν έβλεπε την ώρα να πάει στον Μπεζαϊντέ να ξαναδεί την αγαπημένη του. Καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού του, έστριβε τσιγάρο και άφηνε το νου του να πλανηθεί στις στράτες της μελλούμενης ευτυχίας τους. Την έβλεπε να κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό τους και να τον περιμένει στο κεφαλόσκαλο, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και αυτός γύριζε κουρασμένος απ’ το καμάτεμα της γης. Άφατη γλύκα πλημμύριζε την ψυχή του:
Το χέρι σου το παχουλό, να το ‘χα μαξιλάρι,
να το ‘βανα προσκέφαλου τρεις μέρις και τρεις νύχτις,
να ‘ταν οι μέρις του Μαγιού κ’ οι νύχτις του Γενάρη,
να σε χουρτάσω φίλημα, να σε χορτάσω χάιδια.
Κι ωστόσο, Σαββάτο αποβραδίς, του ‘ρθε το μαύρο μαντάτο! Αστροπελέκι να τον χτυπούσε, δεν θα τον έβανε κάτω. Μα τούτο ήταν ακόμα χειρότερο: στενοσυγγενείς της Βασίλως του μήνυσαν λακωνικά: «δεν έχουμε τίποτα!» και του γύρισαν τον αρραβώνα. Λύγισαν τα γόνατά του και κιτρίνισε σαν το φλουρί. Τι ήταν τούτο το αναπάντεχο; Ποιος έβαλε κουβέντες και χάλασε το προξενιό; Αφού σ’ όλα είχαν συμφωνήσει, γιατί η οικογένεια της Βασίλως έπαιρνε τον λόγο της πίσω; Και η ίδια η Βασίλω τι έλεγε άραγε; Τα μάτια της τα είχαν «πει» όλα στα τελειώματα, γι’ αυτό ο Μιλτιάδης δεν γελιόταν, ήταν βέβαιος.
Άδικα προσπάθησαν ο ίδιος και ο μπάρμπας του να μάθουν τον λόγο. Άλλοι έλεγαν πως ένα νοικοκυρόπαιδο, ο πρώτος λεβέντης του Μπεζαϊντέ, ορεγόταν την Βασίλω και στάθηκε αιτία που χάλασε ο αρραβώνας. Άλλοι πάλι έλεγαν πως μετάνιωσαν τα γονικά της Βασίλως, δεν ήθελαν, λέει, να δώσουν τόσο μακριά την τσούπρα τους. Ο καθένας το μακρύ και το κοντό του. Δεν άργησε να ντουχνίσει το χωριό απ’ την άσχημη είδηση. Χάρηκαν οι κοπέλες της Σταμνάς και, απ’ όσες τον είχαν στο νου τους, καθεμιά λόγιαζε πως δεν θ’ αργούσε ο Μιλτιάδης να τη ζητήσει σε γάμο!
Μα τούτος δεν μπορούσε να το κατακάνει το κακό που τον βρήκε. Κλεισμένος στο σπίτι δεν μιλιόταν. Του κάκου πάσχιζαν οι δικοί του να τον παρηγορήσουν. Ήταν αγιάτρευτος ο σεβντάς για τη Βασίλω. Κι από κοντά, θιγμένος βαριά για την προσβολή που του ‘καμαν. Με τι μούτρα να ξαναβγεί στα καφενεία του χωριού; Τι θα πουν τα παλληκάρια γι’ αυτόν που ‘γινε μπαίγνιο χωρίς αιτία κι αφορμή; Δυο μερόνυχτα δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Έστριβε αράδα τα τσιγάρα και κατέβαζε απανωτά τις κούπες το κρασί. Κύλησε η βδομάδα κι ο μπάρμπας του πήγε κι ήρθε στον Μπεζαϊντέ άπρακτος. Ούτε τον λόγο δεν του είπαν που τα διαλύσανε. Ο Μιλτιάδης μέρες το ‘κλωθε στο μυαλό του, το ζύγιαζε από δω, το ‘φερνε από κει και αξημέρωτα Κυριακή πήρε την απόφαση: το δίκιο του θα το ‘παιρνε μόνος του. Χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, προτού φέξει, πήρε την αραβίδα του και κίνησε για τον Μπεζαϊντέ…
Πρωτομαρτιά του 1925 ήταν, χαρά Θεού. Η μέρα είχε μεγαλώσει κάμποσο και στον Μπεζαϊντε έπαιρνε να πρασινίζει ο τόπος, Ο ήλιος, αποσταμένος από το ταξίδι του, είχε γείρει στην Μαυρόραχη από ώρα, βελάσματα, κουδούνια και σαλαγητά ανακατεύονταν στις στράτες, και τα πουλιά άφηναν τους στερνούς κελαηδισμούς τους στον αέρα, προτού κουρνιάσουν στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων. Από τη Γυρβουλιά, όπου είχαν τα γίδια, κατέβαινε στο χωριό η Βασίλω με τη θειά της και τον μικρό της αδερφό, τον εφτάχρονο Βασίλη. Στο χέρι της είχε περάσει η νεραϊδογέννητη τον «μάρτη», μην τη μαυρίσει ο μαρτιάτικος ήλιος που, όπως λένε, καίει σαν κάρβουνο για να ζεστάνει τη γης. Αχνά στο νου της έφερνε το Μιλτιάδη, τον ήθελε, τον αγαπούσε, αλλά… αυτά τα πράγματα τα αποφάσιζαν οι γονέοι και το σόι. Και η Βασίλω, υποταγμένη στην μοίρα της, δεν είχε αντιμιλήσει στους δικούς της. Η κοπέλα του χωριού μεγάλωνε στον ίσκιο του πατέρα και των αδερφών της και η γυναίκα, σαν παντρευόταν, μάθαινε να «προσκυνάει» τον άντρα της και τους κουνιάδους της. «Αφέντη» ήταν η συνηθισμένη της προσφώνηση σ’ αυτούς. Το τραγούδι καθόριζε με σαφήνεια τον ρόλο και τη στάση της:
Σαν άλλο δεν με μάρανε δω στον απάνω κόσμο
της νύχτας το περπάτημα και της αυγής ο ύπνος
σαν τ’ άλογο το γλήγορο, σαν το γοργό ζευγάρι,
σαν τη γυναίκα την καλή όπου τιμάει τον άντρα,
όντας τον βλέπει να ‘ρχεται, όξω να περιμένει
να στέκει ορθή να τρώει ψωμί, να τον κερνάει να πίνει!
Ο Βασίλης έτρεχε μπροστά στο μονοπάτι και ξοπίσω του καμιά εκατοστή μέτρα οι δυο γυναίκες, θειά και ανιψιά. Στο Τρόχι, στο Ξερόρεμα, κάτω από τον επιβλητικό βράχο της Δαδιάς, ο Μιλτιάδης, καλά πληροφορημένος, είχε στήσει καρτέρι και περίμενε. Ήταν αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει μια και καλή τα πράματα. Σαν φάνηκε ο Βασίλης, πετάχτηκε ο Μιλτιάδης μπροστά με την αραβίδα στο χέρι. Τον θυμόταν τον μικρό απ’ τα τελειώματα:
– Βασίλη, του είπε, πού είναι η Βασίλω;
– Έρχεται από κοντά με τ’ θειά μας, απάντησε το παιδάκι.
Ο Μιλτιάδης χάιδεψε το κεφαλάκι του παιδιού και κείνη την ώρα έραξαν οι δυο γυναίκες. Στο σούρουπο τον γνώρισε η Βασίλω και σκίρτησε η καρδιά της. Ο Μιλτιάδης τις άφησε να ζυγώσουν και με τρικυμισμένη την ψυχή, στράφηκε στην αρραβωνιαστικιά του:
– Βασίλω, είπε βραχνά, ο Μιλτιάδ’ς είμαι. Πες μου, θέλ’ς τ’ ζωή σ’ ή του θάνατό σ’;
– Τ’ ζωή μ’ θέλου και έρχουμαι μαζί σ’, απάντησε η Βασίλω και ευθύς κίνησε προς τον Μιλτιάδη.
– Που πας μουρή; Δεν συλλογιέσαι τ’ μάνα σ’ και τουν πατέρα σ’; Γιατί ντροπιάιζ’ς ούλου του σόι; της φώναξε η θειά της.
Κοντοστάθηκε η καημένη η τσούπρα και διστακτικά έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, σα μετανιωμένη για την απόφασή της. Με θολωμένο το μυαλό και τυφλωμένος από το πάθος, ο άντρας σήκωσε την αραβίδα. Χωρίς να το σκεφτεί, τράβηξε τη σκαντάλη. Το βόλι πέτυχε κατάστηθα τη Βασίλω. Ένα «ωχ» ακούστηκε, έγειρε η άμοιρη προς τα πίσω και έπεσε. Τα μάτια της, στερνή φορά, είδαν αχνά την θωριά του άντρα που αγάπησε και βασίλεψαν. Ο Μιλτιάδης, χωρίς άλλη κουβέντα, πήρε το πλάι του βουνού και χάθηκε στο σκοτάδι. Το ‘χε κιόλας μετανιώσει, αλλά ήταν αργά. Πίσω του ακούγονταν οι φωνές και τα κλάματα της θειάς της. Κι ο μικρός Βασίλης απόμεινε εκεί σαστισμένος, βλέποντας το άψυχο σώμα της αδερφής του να κείτεται στο χώμα. Κι ύστερα, κλαίγοντας, μάζεψε την δύναμή του και ροβόλησε τον κατήφορο να φέρει στο σπίτι του και σ’ όλο το χωριό το θλιβερό χαμπέρι.
Σείστηκε ο Μπεζαϊντές κι όλο το Βενέτικο από το άκουσμα του φονικού. Μαζεύτηκαν οι χωριανοί στο φτωχικό της για να την ξενυχτήσουν. Απαρηγόρητη, πλιότερο απ’ όλους, η δόλια της η μάνα. Όλη την νύχτα δεν έπαψε να θρηνολογάει με τις άλλες γυναίκες την κόρη της, που την ομορφιά της λιμπίστηκε ο Χάρος:
Σου παραγγέλνω μαύρη γης και αραχνιασμένο χώμα
Αυτή τη νια που σου ‘στειλα να μην την αραχνιάσεις.
Βαλ’της να φάει βάλ’της να πιει, βα΄λτην να τραγουδήσει…
Το ‘να μοιρολόι διαδεχόταν τ’ άλλο:
Δεντρί μ’ γιατί μαράθηκες, δεντρί μ’ για δεν ανθίζεις,
εγώ δεντρί σε πότιζα το καλοκαίρι κρύο νερό και το χειμώνα μόσκο…
Σύψυχο το χωριό και πολλοί συγγενήδες απ’ τα γειτονοχώρια συνόδευσαν την άλλη μέρα στο ξόδι της την αδικοχαμένη Βασίλω. Ο Μιλτιάδης ξημερώθηκε στο Μεσολόγγι και παραδόθηκε στην Χωροφυλακή. Δεν άργησε να γίνει η δίκη του. Δεκαοχτώ χρόνια φυλακή δικάστηκε. Τον κλείσανε στις φυλακές της Πάτρας. Εκεί πάσκιζε μέρα-νύχτα να βρει τι έτρεξε και έβαψε τα χέρια του με το αίμα της κόρης που τόσο αγάπησε. Με το «ωχ» κοιμόταν, με το «ωχ» ξυπνούσε. Την έκλαψε την Βασίλω όσο κανείς. Δίκασε ο ίδιος τον εαυτό του και πένθησε τον έρωτά του σε όλη τη ζωή. Έμεινε ανύπαντρος και δεν έβγαλε τα μαύρα ως τον θάνατό του. Στη φυλακή τον άκουγαν οι άλλοι φυλακισμένοι να τραγουδάει πονεμένα την μεγάλη του αγάπη:
Βάτους κι αγκάθια πάτησα, Βασίλω μου,
αμάν αμάν, Βασίλω, όσο να σʼ αγαπήσω.
Και τώρα που σʼ αγάπησα,
μου λένε να σʼ αφήσω και να σε παρατήσω.
Φέτος τα στάρια χάλασαν, Βασίλω μου,
και τι ψωμί θα φάμε στον τόπο που θα πάμε.
Φέτος τʼ αμπέλια χάλασαν, Βασίλω μου,
και τι κρασί θα πιούμε σα θα στεφανωθούμε;
Κάλλιο να΄ ιδώ το αίμα σου, στη γη να κοκκινίσει,
παρά να δω τα μάτια σου, άλλος να τα φιλήσει.
Στη Πάτρα πάω κι έρχομαι, Βασίλω μου
αμάν αμάν, Βασίλω, τι θέλεις να σου στείλω;
Στείλε μου χτένι και γυαλί και μια πυκνή τσατσάρα.
Το χτένι να χτενίζομαι και το γυαλί να βλέπω,
Κι αυτήν την πυκνοτσάτσαρα να στρώνω τα μαλλιά μου.
Δεν άργησε το τραγούδι να ξεπεράσει τους τοίχους της φυλακής και να διαβεί αντίπερα στα χωριά και στα βουνά της Ρούμελης. Το πήραν οι Μπεζαϊντιώτες, οι Σταμνιώτες και όλη η Ρούμελη, το τραγούδησαν και το τραγουδάνε στα πανηγύρια, στους γάμους και στις χαρές τους· γρήγορα απλώθηκε σ’ όλη τη στεριανή Ελλάδα και ακούγεται ως τα σήμερα για να θυμίζει την τραγική ιστορία της πανώριας αλλά άτυχης Βασίλως και του Μιλτιάδη, του νιού που την αγάπησε έως θανάτου!
Αναδημοσίευση από τη ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΗ ΦΩΝΗ